ήβη

ήβη
I
Αρχαιοελληνική θεότητα. Ήταν κόρη του Δία και της Ήρας. Σύμφωνα με τον μύθο, οι Αθάνατοι την πάντρεψαν με τον Ηρακλή μετά την αποθέωσή του. Προσωποποίηση της νεότητας, είχε τα καθήκοντα της οινοχόου των θεών και ιδιαίτερης θεραπαινίδας της Ήρας, με την οποία εικονίζεται πάντοτε στις παραστάσεις των αρχαίων αγγείων και άλλων έργων τέχνης.
Η ‘Ηβη, κόρη του Δία και της Ήρας, όπως εικονίζεται σε παράσταση αττικού αγγείου.
Η Ήβη σε ιωνική υδρία (Μουσείο της Βίλα Τζούλια, Ρώμη).
II
(Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε την 1η Ιουλίου 1847. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 8,5 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο 5,8. Η σύνθεσή του είναι πυριτική, έχει διάμετρο 200 χιλιόμετρα, περιστρέφεται γύρω από τον άξονά του σε 7 ώρες και 16,5 λεπτά και ολοκληρώνει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο σε 1.380 ημέρες. Διεθνώς ονομάζεται Hebe 6.
* * *
(Α ἥβη, δωρ. τ. ἥβα, αιολ. τ. ἄβα)
1. η ηλικία κατά την οποία ο άνθρωπος γίνεται ικανός για αναπαραγωγή, η μεταξύ παιδικής ηλικίας και ανδρικής ή γυναικείας χρονική περίοδος τής ηλικίας τού ανθρώπου, η νεότητα, η εφηβεία
2. η ηβική χώρα τού σώματος, το εφήβαιο, το τριχωτό μέρος τού αιδοίου
νεοελλ.
η περίοδος τής ηλικίας τού ανθρώπου από 12 ώς 20 περίπου ετών
αρχ.
1. η δύναμη, η ρώμη και το σφρίγος τής νεανικής ηλικίας («ἀφῆκεν... πειρώμενος ἥβης», Ομ. Ιλ.)
2. ο ορισμένος από τον νόμο χρόνος, από τον οποίο αρχίζει και κατά τον οποίο διανύεται η εφηβική περίοδος τής ζωής
3. (για γυναίκες) ενηλικίωση («ἐπεὶ δ' ἐς ἥβην ἦλθεν ὡραίων γάμων», Ευρ.)
4. φρ. α) «ἥβης μέτρον ἱκνοῡμαι» ή «ἥβης μέτρον ἱκάνω» — ηβάσκω*
β) (για βόδια) «ἥβης μέτρον» — η ηλικία τής σωματικής ακμής, τής ευρωστίας και αντοχής
γ) «νεάνιδες ἦβαι» — παρθένες σε ώρα γάμου
5. (για φίδια) το καινούργιο δέρμα
6. η νεολαία («ποθούσαν φιλτάτην ἥβην χθονός», Αισχύλ.)
7. η νεανική ξεγνοιασιά, η ευθυμία
8. το νεανικό σφρίγος, η νεανική αντίληψη, η εξυπνάδα
9. είδος αμπελιού ή, κατ' άλλη ερμηνεία, το αμπέλι που έχει ώριμα σταφύλια
10. ως κύριο όν. ἡ Ἥβη
α) κόρη τού Διός και τής Ήρας
β) θεότητα τής νεότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με λιθ. jega «δύναμη», λεττ. jega, με την ίδια σημ. και ανάγεται σε IE *įēgwār.
ΠΑΡ. ηβικός, ηβώ
αρχ.
ηβηδόν, ηβός, ηβυλλιώ.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) άκρηβος, άνηβος, αρχέφηβος, άφηβος, δίσαβος, ένηβος, εξέφηβος, έξηβος, έφηβος, μελλέφηβος, παρέφηβος, πάρηβος, πρόσηβος, πρώθηβος, συνέφηβος, σύνηβος, υπέρηβος, φιλέφηβος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ἥβη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἥβῃ — Ἥβη fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἥβῃ — ἥβη youthful prime fem dat sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήβη — η 1. η ηλικία (από 12 ή 14 ως 18 με 20 χρονών) που ο άνθρωπος από παιδί γίνεται ώριμος άντρας ή γυναίκα: Στην αρχή της ήβης οι νέοι αντιμετωπίζουν πολλά ψυχολογικά προβλήματα. 2. το μέρος του σώματος όπου βρίσκονται τα γεννητικά όργανα, καθώς και …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἥβη — ἅπτω fasten aor ind pass 3rd sg (attic epic ionic) ἥβη youthful prime fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) ἡβάω attain imperf ind act 3rd sg (doric) ἡβάω attain pres imperat act 2nd sg (doric) ἡβάω attain imperf ind act 3rd sg (epic doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πότνια Ἥβη νέκταρ ἐῳνοχόει. — См. Геба …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἥβηι — Ἥβῃ , Ἥβη fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἥβηι — ἥβῃ , ἥβη youthful prime fem dat sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ГЕБА —    • Ήβη,          Iuventas, олицетворенная вечная юность, дочь Зевса и Геры (Hesiod. theog. 950), служительница богов, наливающая им нектар (Ноm. Il. 4, 2), живущая в браке с обоготворенным Гераклом (см. Hercules, Геркулес, 12). Ей поклонялись… …   Реальный словарь классических древностей

  • Ἡβᾶν — Ἥβη fem gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”